ανεξόδιαστος

ανεξόδιαστος
-η, -ο
1. βλ. ανεξόδευτος
2. (για νεκρό) εκείνος για τον οποίο δεν έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανε-* στερ. + ξοδιάζω «δαπανώ, κάνω εκφορά νεκρού»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ανεξόδευτος — και ανεξόδιαστος, η, ο (AM ἀνεξόδευτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να ξοδευθεί, να πουληθεί ή να καταναλωθεί 2. όποιος μπορεί να γίνει χωρίς σημαντικά έξοδα, ο ανέξοδος 3. εκείνος που δεν κάνει πολλά έξοδα αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ανεξόδευτος — ανεξόδευτος, η, ο και ανεξόδιαστος, η, ο βλ. αξόδευτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”